ἐπέρρεον

ἐπέρρεον
ἐπιρρέω
flow upon the surface
imperf ind act 3rd pl
ἐπιρρέω
flow upon the surface
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιρρέω — (Α ἐπιρρέω) [ρέω] 1. ρέω στην επιφάνεια, χύνομαι πάνω σε κάτι («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπιρρέομαι ποτίζομαι, αρδεύομαι αρχ. 1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • νεφεληδόν — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τών νεφελών, όπως οι νεφέλες, δηλ. σε μεγάλο αριθμό («νεφεληδὸν ἐπέρρεον αἴθοπες Ἰνδοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”